- αλατικό
- το (Α ἀλατικό)η μερίδα τού αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν κατόπιν με χρήματα και γενικά μισθός, σύνταξη (λατιν. salarium).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλαςαπόδοση στα Ελληνικά τού λατ. salarium, ουδ. τού επίθ. salarius «ο σχετικός με το αλάτι», < sal-lis «αλάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.