αλατικό

αλατικό
το (Α ἀλατικό)
η μερίδα τού αλατιού που έδιναν παλαιότερα στους στρατευμένους για να τήν ανταλλάξουν κατόπιν με χρήματα και γενικά μισθός, σύνταξη (λατιν. salarium).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλας
απόδοση στα Ελληνικά τού λατ. salarium, ουδ. τού επίθ. salarius «ο σχετικός με το αλάτι», < sal-lis «αλάτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλευρικό — το 1. δοχείο αλεύρων 2. κελί μοναστηριού, που χρησιμεύει ως αποθήκη αλεύρων 3. κόσκινο, σήτα 4. το αλεύρι που διαθέτει ένα σπίτι 5. παρασκεύασμα από αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + παραγ. κατάλ. ι κό, πρβλ. επίσης αλάτι αλατικό, λάδι λαδικό] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”